Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ



Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια

για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), -

τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα

μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,

αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,

με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,

καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,

κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,

μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της

και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο

σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν

σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει

μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,

μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει

τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο –

Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση

ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα

μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, -

όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα

βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε

τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση

της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη

σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,

σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη

ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά

να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου

σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι.

Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,

επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]

Γ. Ρίτσος, “Ορέστης, Τέταρτη διάσταση”, εκδ. Κέδρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου